πρωτοκολλώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πρωτοκολλώ < πρωτόκολλ(ον) + -ώ, (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πρωτοκολλῶ (μαρτυρείται από το 1871)[1] < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική enregistrer, συνώνυμο του protocole.[2] [3] Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτο- + κολλώ.
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.to.koˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐κολ‐λώ
- τονικό παρώνυμο: πρωτόκολλο
Ρήμα
πρωτοκολλώ, -είς.../, -άς..., αόρ.: πρωτοκόλλησα, παθ.φωνή: πρωτοκολλούμαι/πρωτοκολλώμαι/πρωτοκολλιέμαι, π.αόρ.: πρωτοκολλήθηκα, μτχ.π.π.: πρωτοκολλημένος[4]
- (μεταβατικό) καταχωρώ ένα έγγραφο στο βιβλίο πρωτοκόλλου
Συγγενικά
- απρωτοκόλλητος
- πρωτοκολλημένος
- πρωτοκόλληση
- πρωτοκολλήσιμος
- → και δείτε τις λέξεις πρωτόκολλο, πρώτος, κολλάω και κολλώ
Κλίση
Πολλαπλές κλίσεις:[5]
πρωτοκολλώ, -είς, -εί, ... πρωτοκολλούμαι, -είσαι, -είται, ...
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πρωτοκολλώ | πρωτοκολλούσα | θα πρωτοκολλώ | να πρωτοκολλώ | πρωτοκολλώντας | |
| β' ενικ. | πρωτοκολλείς | πρωτοκολλούσες | θα πρωτοκολλείς | να πρωτοκολλείς | ||
| γ' ενικ. | πρωτοκολλεί | πρωτοκολλούσε | θα πρωτοκολλεί | να πρωτοκολλεί | ||
| α' πληθ. | πρωτοκολλούμε | πρωτοκολλούσαμε | θα πρωτοκολλούμε | να πρωτοκολλούμε | ||
| β' πληθ. | πρωτοκολλείτε | πρωτοκολλούσατε | θα πρωτοκολλείτε | να πρωτοκολλείτε | πρωτοκολλείτε | |
| γ' πληθ. | πρωτοκολλούν(ε) | πρωτοκολλούσαν(ε) | θα πρωτοκολλούν(ε) | να πρωτοκολλούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πρωτοκόλλησα | θα πρωτοκολλήσω | να πρωτοκολλήσω | πρωτοκολλήσει | ||
| β' ενικ. | πρωτοκόλλησες | θα πρωτοκολλήσεις | να πρωτοκολλήσεις | πρωτοκόλλησε | ||
| γ' ενικ. | πρωτοκόλλησε | θα πρωτοκολλήσει | να πρωτοκολλήσει | |||
| α' πληθ. | πρωτοκολλήσαμε | θα πρωτοκολλήσουμε | να πρωτοκολλήσουμε | |||
| β' πληθ. | πρωτοκολλήσατε | θα πρωτοκολλήσετε | να πρωτοκολλήσετε | πρωτοκολλήστε | ||
| γ' πληθ. | πρωτοκόλλησαν πρωτοκολλήσαν(ε) |
θα πρωτοκολλήσουν(ε) | να πρωτοκολλήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πρωτοκολλήσει | είχα πρωτοκολλήσει | θα έχω πρωτοκολλήσει | να έχω πρωτοκολλήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πρωτοκολλήσει | είχες πρωτοκολλήσει | θα έχεις πρωτοκολλήσει | να έχεις πρωτοκολλήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πρωτοκολλήσει | είχε πρωτοκολλήσει | θα έχει πρωτοκολλήσει | να έχει πρωτοκολλήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πρωτοκολλήσει | είχαμε πρωτοκολλήσει | θα έχουμε πρωτοκολλήσει | να έχουμε πρωτοκολλήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πρωτοκολλήσει | είχατε πρωτοκολλήσει | θα έχετε πρωτοκολλήσει | να έχετε πρωτοκολλήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πρωτοκολλήσει | είχαν πρωτοκολλήσει | θα έχουν πρωτοκολλήσει | να έχουν πρωτοκολλήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πρωτοκολλούμαι | πρωτοκολλούμουν | θα πρωτοκολλούμαι | να πρωτοκολλούμαι | ||
| β' ενικ. | πρωτοκολλείσαι | πρωτοκολλούσουν | θα πρωτοκολλείσαι | να πρωτοκολλείσαι | ||
| γ' ενικ. | πρωτοκολλείται | πρωτοκολλούνταν | θα πρωτοκολλείται | να πρωτοκολλείται | ||
| α' πληθ. | πρωτοκολλούμαστε | πρωτοκολλούμασταν πρωτοκολλούμαστε |
θα πρωτοκολλούμαστε | να πρωτοκολλούμαστε | ||
| β' πληθ. | πρωτοκολλείστε | πρωτοκολλούσασταν πρωτοκολλούσαστε |
θα πρωτοκολλείστε | να πρωτοκολλείστε | πρωτοκολλείστε | |
| γ' πληθ. | πρωτοκολλούνται | πρωτοκολλούνταν | θα πρωτοκολλούνται | να πρωτοκολλούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πρωτοκολλήθηκα | θα πρωτοκολληθώ | να πρωτοκολληθώ | πρωτοκολληθεί | ||
| β' ενικ. | πρωτοκολλήθηκες | θα πρωτοκολληθείς | να πρωτοκολληθείς | πρωτοκολλήσου | ||
| γ' ενικ. | πρωτοκολλήθηκε | θα πρωτοκολληθεί | να πρωτοκολληθεί | |||
| α' πληθ. | πρωτοκολληθήκαμε | θα πρωτοκολληθούμε | να πρωτοκολληθούμε | |||
| β' πληθ. | πρωτοκολληθήκατε | θα πρωτοκολληθείτε | να πρωτοκολληθείτε | πρωτοκολληθείτε | ||
| γ' πληθ. | πρωτοκολλήθηκαν πρωτοκολληθήκαν(ε) |
θα πρωτοκολληθούν(ε) | να πρωτοκολληθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πρωτοκολληθεί | είχα πρωτοκολληθεί | θα έχω πρωτοκολληθεί | να έχω πρωτοκολληθεί | πρωτοκολλημένος | |
| β' ενικ. | έχεις πρωτοκολληθεί | είχες πρωτοκολληθεί | θα έχεις πρωτοκολληθεί | να έχεις πρωτοκολληθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πρωτοκολληθεί | είχε πρωτοκολληθεί | θα έχει πρωτοκολληθεί | να έχει πρωτοκολληθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πρωτοκολληθεί | είχαμε πρωτοκολληθεί | θα έχουμε πρωτοκολληθεί | να έχουμε πρωτοκολληθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πρωτοκολληθεί | είχατε πρωτοκολληθεί | θα έχετε πρωτοκολληθεί | να έχετε πρωτοκολληθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πρωτοκολληθεί | είχαν πρωτοκολληθεί | θα έχουν πρωτοκολληθεί | να έχουν πρωτοκολληθεί | ||
πρωτοκολλώ, -άς, -ά, ... πρωτοκολλώμαι, -άσαι, -άται, ... [6]
- → λείπει η κλίση -ώ, -άς, -ά
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πρωτοκολλώμαι | πρωτοκολλόμουν | θα πρωτοκολλώμαι | να πρωτοκολλώμαι | ||
| β' ενικ. | πρωτοκολλάσαι | πρωτοκολλόσουν | θα πρωτοκολλάσαι | να πρωτοκολλάσαι | ||
| γ' ενικ. | πρωτοκολλάται | πρωτοκολλόταν | θα πρωτοκολλάται | να πρωτοκολλάται | ||
| α' πληθ. | πρωτοκολλώμεθα - πρωτοκολλόμαστε | πρωτοκολλόμασταν | θα πρωτοκολλώμεθα - πρωτοκολλόμαστε | να πρωτοκολλώμεθα - πρωτοκολλόμαστε | ||
| β' πληθ. | πρωτοκολλάσθε - πρωτοκολλάστε | πρωτοκολλόσασταν | θα πρωτοκολλάσθε - πρωτοκολλάστε | να πρωτοκολλάσθε - πρωτοκολλάστε | πρωτοκολλάσθε - πρωτοκολλάστε | |
| γ' πληθ. | πρωτοκολλώνται | πρωτοκολλόνταν - πρωτοκολλόντουσαν | θα πρωτοκολλώνται | να πρωτοκολλώνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πρωτοκολλήθηκα | θα πρωτοκολληθώ | να πρωτοκολληθώ | πρωτοκολληθεί | ||
| β' ενικ. | πρωτοκολλήθηκες | θα πρωτοκολληθείς | να πρωτοκολληθείς | πρωτοκολλήσου | ||
| γ' ενικ. | πρωτοκολλήθηκε | θα πρωτοκολληθεί | να πρωτοκολληθεί | |||
| α' πληθ. | πρωτοκολληθήκαμε | θα πρωτοκολληθούμε | να πρωτοκολληθούμε | |||
| β' πληθ. | πρωτοκολληθήκατε | θα πρωτοκολληθείτε | να πρωτοκολληθείτε | πρωτοκολληθείτε | ||
| γ' πληθ. | πρωτοκολλήθηκαν πρωτοκολληθήκαν(ε) |
θα πρωτοκολληθούν(ε) | να πρωτοκολληθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πρωτοκολληθεί | είχα πρωτοκολληθεί | θα έχω πρωτοκολληθεί | να έχω πρωτοκολληθεί | πρωτοκολλημένος | |
| β' ενικ. | έχεις πρωτοκολληθεί | είχες πρωτοκολληθεί | θα έχεις πρωτοκολληθεί | να έχεις πρωτοκολληθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πρωτοκολληθεί | είχε πρωτοκολληθεί | θα έχει πρωτοκολληθεί | να έχει πρωτοκολληθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πρωτοκολληθεί | είχαμε πρωτοκολληθεί | θα έχουμε πρωτοκολληθεί | να έχουμε πρωτοκολληθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πρωτοκολληθεί | είχατε πρωτοκολληθεί | θα έχετε πρωτοκολληθεί | να έχετε πρωτοκολληθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πρωτοκολληθεί | είχαν πρωτοκολληθεί | θα έχουν πρωτοκολληθεί | να έχουν πρωτοκολληθεί | ||
- & πρωτοκολλιέμαι
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πρωτοκολλιέμαι | πρωτοκολλιόμουν(α) | θα πρωτοκολλιέμαι | να πρωτοκολλιέμαι | ||
| β' ενικ. | πρωτοκολλιέσαι | πρωτοκολλιόσουν(α) | θα πρωτοκολλιέσαι | να πρωτοκολλιέσαι | ||
| γ' ενικ. | πρωτοκολλιέται | πρωτοκολλιόταν(ε) | θα πρωτοκολλιέται | να πρωτοκολλιέται | ||
| α' πληθ. | πρωτοκολλιόμαστε | πρωτοκολλιόμαστε πρωτοκολλιόμασταν |
θα πρωτοκολλιόμαστε | να πρωτοκολλιόμαστε | ||
| β' πληθ. | πρωτοκολλιέστε | πρωτοκολλιόσαστε πρωτοκολλιόσασταν |
θα πρωτοκολλιέστε | να πρωτοκολλιέστε | πρωτοκολλιέστε | |
| γ' πληθ. | πρωτοκολλιούνται | πρωτοκολλιόνταν(ε) πρωτοκολλιούνταν πρωτοκολλιόντουσαν |
θα πρωτοκολλιούνται | να πρωτοκολλιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πρωτοκολλήθηκα | θα πρωτοκολληθώ | να πρωτοκολληθώ | πρωτοκολληθεί | ||
| β' ενικ. | πρωτοκολλήθηκες | θα πρωτοκολληθείς | να πρωτοκολληθείς | πρωτοκολλήσου | ||
| γ' ενικ. | πρωτοκολλήθηκε | θα πρωτοκολληθεί | να πρωτοκολληθεί | |||
| α' πληθ. | πρωτοκολληθήκαμε | θα πρωτοκολληθούμε | να πρωτοκολληθούμε | |||
| β' πληθ. | πρωτοκολληθήκατε | θα πρωτοκολληθείτε | να πρωτοκολληθείτε | πρωτοκολληθείτε | ||
| γ' πληθ. | πρωτοκολλήθηκαν πρωτοκολληθήκαν(ε) |
θα πρωτοκολληθούν(ε) | να πρωτοκολληθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πρωτοκολληθεί | είχα πρωτοκολληθεί | θα έχω πρωτοκολληθεί | να έχω πρωτοκολληθεί | πρωτοκολλημένος | |
| β' ενικ. | έχεις πρωτοκολληθεί | είχες πρωτοκολληθεί | θα έχεις πρωτοκολληθεί | να έχεις πρωτοκολληθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πρωτοκολληθεί | είχε πρωτοκολληθεί | θα έχει πρωτοκολληθεί | να έχει πρωτοκολληθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πρωτοκολληθεί | είχαμε πρωτοκολληθεί | θα έχουμε πρωτοκολληθεί | να έχουμε πρωτοκολληθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πρωτοκολληθεί | είχατε πρωτοκολληθεί | θα έχετε πρωτοκολληθεί | να έχετε πρωτοκολληθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πρωτοκολληθεί | είχαν πρωτοκολληθεί | θα έχουν πρωτοκολληθεί | να έχουν πρωτοκολληθεί | ||
Μεταφράσεις
πρωτοκολλώ
|
Αναφορές
- πρωτοκολλάω, -ῶ - σελ. 866, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- πρωτοκολλώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- s.v. πρωτόκολλο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Λέξεις με πρωτοκολλ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- πρωτοκολλώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πρωτοκολλώ, -άς... πρωτοκολλώμαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.