πρωτοκολλημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτοκολλημένος | η | πρωτοκολλημένη | το | πρωτοκολλημένο |
| γενική | του | πρωτοκολλημένου | της | πρωτοκολλημένης | του | πρωτοκολλημένου |
| αιτιατική | τον | πρωτοκολλημένο | την | πρωτοκολλημένη | το | πρωτοκολλημένο |
| κλητική | πρωτοκολλημένε | πρωτοκολλημένη | πρωτοκολλημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτοκολλημένοι | οι | πρωτοκολλημένες | τα | πρωτοκολλημένα |
| γενική | των | πρωτοκολλημένων | των | πρωτοκολλημένων | των | πρωτοκολλημένων |
| αιτιατική | τους | πρωτοκολλημένους | τις | πρωτοκολλημένες | τα | πρωτοκολλημένα |
| κλητική | πρωτοκολλημένοι | πρωτοκολλημένες | πρωτοκολλημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.to.ko.liˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐κολ‐λη‐μέ‐νος
Μετοχή
πρωτοκολλημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πρωτοκολλώ ως
- μετοχή παρακειμένου του πρωτοκολλούμαι
- μετοχή παρακειμένου του πρωτοκολλώμαι
- μετοχή παρακειμένου του πρωτοκολλιέμαι
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πρωτοκολλημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.