πρωτοκόλληση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πρωτοκόλληση | οι | πρωτοκολλήσεις |
| γενική | της | πρωτοκόλλησης* | των | πρωτοκολλήσεων |
| αιτιατική | την | πρωτοκόλληση | τις | πρωτοκολλήσεις |
| κλητική | πρωτοκόλληση | πρωτοκολλήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πρωτοκολλήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρωτοκόλληση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πρωτοκόλλησις. Μορφολογικά αναλύεται σε πρωτοκόλλη- + -ση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πρωτοκολλώ, πρώτος και κολλώ
Μεταφράσεις
πρωτοκόλληση
|
|
Πηγές
- πρωτοκόλληση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρωτοκόλληση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.