απρωτοκόλλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απρωτοκόλλητος | η | απρωτοκόλλητη | το | απρωτοκόλλητο |
| γενική | του | απρωτοκόλλητου | της | απρωτοκόλλητης | του | απρωτοκόλλητου |
| αιτιατική | τον | απρωτοκόλλητο | την | απρωτοκόλλητη | το | απρωτοκόλλητο |
| κλητική | απρωτοκόλλητε | απρωτοκόλλητη | απρωτοκόλλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απρωτοκόλλητοι | οι | απρωτοκόλλητες | τα | απρωτοκόλλητα |
| γενική | των | απρωτοκόλλητων | των | απρωτοκόλλητων | των | απρωτοκόλλητων |
| αιτιατική | τους | απρωτοκόλλητους | τις | απρωτοκόλλητες | τα | απρωτοκόλλητα |
| κλητική | απρωτοκόλλητοι | απρωτοκόλλητες | απρωτοκόλλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απρωτοκόλλητος < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀπρωτοκόλλητος (μαρτυρείται από το 1896).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + πρωτοκολλώ, πρωτοκολλη- + -τος. Μορφολογικά αναλύεται σε α-, πρωτο-+κολλητός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.pɾo.toˈko.li.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πρω‐το‐κόλ‐λη‐τος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- πρωτοκολλήσιμος
- → και δείτε τη λέξη πρωτόκολλο
Αναφορές
- ἀπρωτοκόλλητος - σελ. 142, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- απρωτοκόλλητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απρωτοκόλλητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.