πρυμναίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρυμναίος | η | πρυμναία | το | πρυμναίο |
| γενική | του | πρυμναίου | της | πρυμναίας | του | πρυμναίου |
| αιτιατική | τον | πρυμναίο | την | πρυμναία | το | πρυμναίο |
| κλητική | πρυμναίε | πρυμναία | πρυμναίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρυμναίοι | οι | πρυμναίες | τα | πρυμναία |
| γενική | των | πρυμναίων | των | πρυμναίων | των | πρυμναίων |
| αιτιατική | τους | πρυμναίους | τις | πρυμναίες | τα | πρυμναία |
| κλητική | πρυμναίοι | πρυμναίες | πρυμναία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρυμναίος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρυμναῖος[1] < αρχαία ελληνική πρύμνη
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾiˈmne.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρυ‐μναί‐ος
Επίθετο
πρυμναίος, -α, -ο
- → δείτε τη λέξη πρυμνήσιος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πρυμναίος
|
Αναφορές
- πρυμναίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.