πρωραίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωραίος | η | πρωραία | το | πρωραίο |
| γενική | του | πρωραίου | της | πρωραίας | του | πρωραίου |
| αιτιατική | τον | πρωραίο | την | πρωραία | το | πρωραίο |
| κλητική | πρωραίε | πρωραία | πρωραίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωραίοι | οι | πρωραίες | τα | πρωραία |
| γενική | των | πρωραίων | των | πρωραίων | των | πρωραίων |
| αιτιατική | τους | πρωραίους | τις | πρωραίες | τα | πρωραία |
| κλητική | πρωραίοι | πρωραίες | πρωραία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πρωραίος, -α, -ο
- (λόγιο, ναυτικός όρος) ο σχετικός με πλώρη πλοίου ή σκάφους
- (λόγιο, ναυτικός όρος) που ανήκει σε πλώρη ή βρίσκεται πρώρα
- ↪ πρωραίος ιστός (κατάρτι), πρωραίο πυροβόλο
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πρωραίος
|
|
Πηγές
- πρωραίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.