προχειρογραμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προχειρογραμμένος η προχειρογραμμένη το προχειρογραμμένο
      γενική του προχειρογραμμένου της προχειρογραμμένης του προχειρογραμμένου
    αιτιατική τον προχειρογραμμένο την προχειρογραμμένη το προχειρογραμμένο
     κλητική προχειρογραμμένε προχειρογραμμένη προχειρογραμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προχειρογραμμένοι οι προχειρογραμμένες τα προχειρογραμμένα
      γενική των προχειρογραμμένων των προχειρογραμμένων των προχειρογραμμένων
    αιτιατική τους προχειρογραμμένους τις προχειρογραμμένες τα προχειρογραμμένα
     κλητική προχειρογραμμένοι προχειρογραμμένες προχειρογραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προχειρογραμμένος < (μετοχή χωρίς ρήμα) πρόχειρ(ος) + -ο- + γραμμένος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος γράφω

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.çi.ɾo.ɣɾaˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προχειρογράφω

Μετοχή

προχειρογραμμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.