υπολείπομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπολείπομαι < υπό- + λείπομαι

Ρήμα

υπολείπομαι

  1. μένω ως υπόλοιπο
  2. βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση σε σχέση με κάτι άλλο, είμαι κατώτερος κάποιου άλλου, υστερώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.