καθαρογραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καθαρογραμμένος | η | καθαρογραμμένη | το | καθαρογραμμένο |
| γενική | του | καθαρογραμμένου | της | καθαρογραμμένης | του | καθαρογραμμένου |
| αιτιατική | τον | καθαρογραμμένο | την | καθαρογραμμένη | το | καθαρογραμμένο |
| κλητική | καθαρογραμμένε | καθαρογραμμένη | καθαρογραμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καθαρογραμμένοι | οι | καθαρογραμμένες | τα | καθαρογραμμένα |
| γενική | των | καθαρογραμμένων | των | καθαρογραμμένων | των | καθαρογραμμένων |
| αιτιατική | τους | καθαρογραμμένους | τις | καθαρογραμμένες | τα | καθαρογραμμένα |
| κλητική | καθαρογραμμένοι | καθαρογραμμένες | καθαρογραμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καθαρογραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθαρογραφώ
Μετοχή
καθαρογραμμένος, -η, -ο
- που είναι γραμμένος με ευανάγνωστα γράμματα
- που έχει αντιγραφεί από ένα πρόχειρο
Μεταφράσεις
καθαρογραμμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.