προφυλαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προφυλαγμένος | η | προφυλαγμένη | το | προφυλαγμένο |
| γενική | του | προφυλαγμένου | της | προφυλαγμένης | του | προφυλαγμένου |
| αιτιατική | τον | προφυλαγμένο | την | προφυλαγμένη | το | προφυλαγμένο |
| κλητική | προφυλαγμένε | προφυλαγμένη | προφυλαγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προφυλαγμένοι | οι | προφυλαγμένες | τα | προφυλαγμένα |
| γενική | των | προφυλαγμένων | των | προφυλαγμένων | των | προφυλαγμένων |
| αιτιατική | τους | προφυλαγμένους | τις | προφυλαγμένες | τα | προφυλαγμένα |
| κλητική | προφυλαγμένοι | προφυλαγμένες | προφυλαγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προφυλαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προφυλάγω, και προφυλάσσω, προφυλάσσομαι
Μετοχή
προφυλαγμένος, -η, -ο
- που έχει προφυλαχθεί από καιρικά φαινόμενα και ατυχήματα ή άλλους κινδύνους, που δεν είναι εκτεθειμένος
- Το λιμανάκι είναι καλά προφυλαγμένο από τους ανέμους
- Ο δεύτερος αυχενικός σπόνδυλος είναι αρκετά προφυλαγμένος και δύσκολα τραυματίζεται σε κακώσεις της ανώτερης αυχενικής μοίρας
- προφυλαγμένος από την πραγματικότητα, την κοσμικότητα, τους θορύβους, τη βία κ.λπ.
Συγγενικά
- προφυλάσσω
- προφυλασσόμενος
- προφυλάγω
- προφύλαγμα
- προφυλακτικός
- προφυλακτήρας
- προφύλαξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.