προσηγορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσηγορικός | η | προσηγορική | το | προσηγορικό |
| γενική | του | προσηγορικού | της | προσηγορικής | του | προσηγορικού |
| αιτιατική | τον | προσηγορικό | την | προσηγορική | το | προσηγορικό |
| κλητική | προσηγορικέ | προσηγορική | προσηγορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσηγορικοί | οι | προσηγορικές | τα | προσηγορικά |
| γενική | των | προσηγορικών | των | προσηγορικών | των | προσηγορικών |
| αιτιατική | τους | προσηγορικούς | τις | προσηγορικές | τα | προσηγορικά |
| κλητική | προσηγορικοί | προσηγορικές | προσηγορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσηγορικός < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προσηγορικός [1] < ελληνιστική κοινή προσηγορικόν ουδέτερο [ του προσηγορικός] εννοείται η λέξη ὄνομα) [2]
Επίθετο
προσηγορικός
- χαρακτηρισμός που συνδέει με την προσηγορία:
- (γραμματική) χαρακτηρισμός για ουσιαστικό που δεν είναι κύριο όνομα ή:
χαρακτηρισμός κοινού ουσιαστικού ονόματος, που δηλώνει όλα τα ομοειδή πρόσωπα, ζώα ή πράγματα (π.χ. άνθρωπος, πόλη) ή ουσιαστικό που δηλώνει ενέργεια, κατάσταση, ιδιότητα, σε αντιδιαστολή προς τα κύρια ονόματα (π.χ. Περικλής, Αθήνα)
Μεταφράσεις
προσηγορικός
|
|
Αναφορές
- προσηγορικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προσηγορία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | προσηγορικός | ἡ | προσηγορική | τὸ | προσηγορικόν |
| γενική | τοῦ | προσηγορικοῦ | τῆς | προσηγορικῆς | τοῦ | προσηγορικοῦ |
| δοτική | τῷ | προσηγορικῷ | τῇ | προσηγορικῇ | τῷ | προσηγορικῷ |
| αιτιατική | τὸν | προσηγορικόν | τὴν | προσηγορικήν | τὸ | προσηγορικόν |
| κλητική ὦ! | προσηγορικέ | προσηγορική | προσηγορικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | προσηγορικοί | αἱ | προσηγορικαί | τὰ | προσηγορικᾰ́ |
| γενική | τῶν | προσηγορικῶν | τῶν | προσηγορικῶν | τῶν | προσηγορικῶν |
| δοτική | τοῖς | προσηγορικοῖς | ταῖς | προσηγορικαῖς | τοῖς | προσηγορικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | προσηγορικούς | τὰς | προσηγορικᾱ́ς | τὰ | προσηγορικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | προσηγορικοί | προσηγορικαί | προσηγορικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσηγορικώ | τὼ | προσηγορικᾱ́ | τὼ | προσηγορικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | προσηγορικοῖν | τοῖν | προσηγορικαῖν | τοῖν | προσηγορικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσηγορικός < προσήγορ(ος) + -ικός, στο ουδέτερο προσηγορικόν εννοείται η λέξη ὄνομα) [1]
Επίθετο
προσηγορικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή , γραμματική) → δείτε τη λέξη προσηγορικόν (ουδέτερο) το σχετικό με την προσηγορία, την ονομασία
- ※ Σερούϊος αὐτῷ προσηγορικόν ὄνομα ἦν, Τύλλιος δὲ τὸ συγγενικόν (Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, 3,65 @perseus.tufts.edu)
- ※ τῶν δὲ ἄλλων τὸ μὲν κοινὸν ἀπὸ συγγενείας, τοὺς Πομπηΐους καὶ τοὺς Μαλλίους καὶ τοὺς Κορνηλίους ὥσπερ ἂν Ἡρακλείδας τις εἴποι καὶ Πελοπίδας, τοῦτο δὲ προσηγορικὸν ἐξ ἐπιθέτου πρὸς τὰς φύσεις ἢ τὰς πράξεις ἢ τὰ τοῦ σώματος εἴδη καὶ πάθη τίθεσθαι, τὸν Μακρῖνον καὶ τὸν Τουρκουᾶτον καὶ τὸν Σύλλαν οἶόν ἐστιν ὁ Μνήμων ἢ ὁ Γρυπὸς ἢ ὁ Καλλίνικος (Πλούταρχος, Μάριος, 1 @perseus.tufts.edu)
Πηγές
- προσηγορικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσηγορικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- προσηγορία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.