προσδόκιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσδόκιμος | η | προσδόκιμη | το | προσδόκιμο |
| γενική | του | προσδόκιμου | της | προσδόκιμης | του | προσδόκιμου |
| αιτιατική | τον | προσδόκιμο | την | προσδόκιμη | το | προσδόκιμο |
| κλητική | προσδόκιμε | προσδόκιμη | προσδόκιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσδόκιμοι | οι | προσδόκιμες | τα | προσδόκιμα |
| γενική | των | προσδόκιμων | των | προσδόκιμων | των | προσδόκιμων |
| αιτιατική | τους | προσδόκιμους | τις | προσδόκιμες | τα | προσδόκιμα |
| κλητική | προσδόκιμοι | προσδόκιμες | προσδόκιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσδόκιμος < για να αποδοθεί στα ελληνικά το δεύτερο συνθετικό του όρου life expectancy < προσδοκώ
Επίθετο
προσδόκιμος, -η, -ο
- ο αναμενόμενος, ο προσδοκώμενος, ο εκτιμώμενος πιθανά (από έρευνες και στατιστικές) χρόνος που μπορεί να προσδοκάται ότι θα ζήσει ένα ζωντανό πλάσμα, συνήθως άνθρωπος, αλλά και ζώο
- ο προσδόκιμος χρόνος ζωής, το προσδόκιμο ζωής, το προσδόκιμο επιβίωσης (πόσο αναμένεται, σύμφωνα με επιδημιολογικές/στατιστικές έρευνες ότι θα ζήσει κάποιος)
- (καταχρηστικά) γίνεται χρήση του όρου και για είδη/αντικείμενα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.