προσδοκία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσδοκία οι προσδοκίες
      γενική της προσδοκίας των προσδοκιών
    αιτιατική την προσδοκία τις προσδοκίες
     κλητική προσδοκία προσδοκίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσδοκία < αρχαία ελληνική προσδοκία

Ουσιαστικό

προσδοκία θηλυκό

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • παρά πάσαν προσδοκίαν: (λόγιο) αντίθετα με αυτό που περιμέναμε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.