προσδοκώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσδοκώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσδοκῶ, συνηρημένος τύπος του προσδοκάω, -ῶ < προς + το ιωνικό δοκέω-δοκῶ
Ρήμα
προσδοκώ, πρτ.: προσδοκούσα, αόρ.: -, παθ.φωνή: προσδοκώμαι, π.αόρ.: - μτχ. ενεστ. προσδοκώμενος
Συγγενικά
Κλίση
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | προσδοκώ | προσδοκούσα | θα προσδοκώ | να προσδοκώ | προσδοκώντας | |
| β' ενικ. | προσδοκάς | προσδοκούσες | θα προσδοκάς | να προσδοκάς | προσδόκα | |
| γ' ενικ. | προσδοκά | προσδοκούσε | θα προσδοκά | να προσδοκά | ||
| α' πληθ. | προσδοκούμε | προσδοκούσαμε | θα προσδοκούμε | να προσδοκούμε | ||
| β' πληθ. | προσδοκάτε | προσδοκούσατε | θα προσδοκάτε | να προσδοκάτε | προσδοκάτε | |
| γ' πληθ. | προσδοκούν | προσδοκούσαν | θα προσδοκούν | να προσδοκούν |
Παθητική φωνή
- → λείπει η κλίση}
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.