προσγειώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσγειώνω < (ελληνιστική κοινή) πρόσγειος + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική atterrir)

Ρήμα

προσγειώνω

  1. (αεροπορικός όρος) κατεβάζω από τον αέρα και οδηγώ στο έδαφος
  2. (κατ’ επέκταση) πέφτω κάπου μετά από μια (εναέρια) πορεία
  3. (μεταφορικά) κάνω κάποιον να χάσει τις ψευδαισθήσεις του και τον επαναφέρω στην πραγματικότητα

Αντώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.