προσγειώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσγειώνω < (ελληνιστική κοινή) πρόσγειος + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική atterrir)
Ρήμα
προσγειώνω
- (αεροπορικός όρος) κατεβάζω από τον αέρα και οδηγώ στο έδαφος
- (κατ’ επέκταση) πέφτω κάπου μετά από μια (εναέρια) πορεία
- (μεταφορικά) κάνω κάποιον να χάσει τις ψευδαισθήσεις του και τον επαναφέρω στην πραγματικότητα
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσγειώνω | προσγείωνα | θα προσγειώνω | να προσγειώνω | προσγειώνοντας | |
| β' ενικ. | προσγειώνεις | προσγείωνες | θα προσγειώνεις | να προσγειώνεις | προσγείωνε | |
| γ' ενικ. | προσγειώνει | προσγείωνε | θα προσγειώνει | να προσγειώνει | ||
| α' πληθ. | προσγειώνουμε | προσγειώναμε | θα προσγειώνουμε | να προσγειώνουμε | ||
| β' πληθ. | προσγειώνετε | προσγειώνατε | θα προσγειώνετε | να προσγειώνετε | προσγειώνετε | |
| γ' πληθ. | προσγειώνουν(ε) | προσγείωναν προσγειώναν(ε) |
θα προσγειώνουν(ε) | να προσγειώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσγείωσα | θα προσγειώσω | να προσγειώσω | προσγειώσει | ||
| β' ενικ. | προσγείωσες | θα προσγειώσεις | να προσγειώσεις | προσγείωσε | ||
| γ' ενικ. | προσγείωσε | θα προσγειώσει | να προσγειώσει | |||
| α' πληθ. | προσγειώσαμε | θα προσγειώσουμε | να προσγειώσουμε | |||
| β' πληθ. | προσγειώσατε | θα προσγειώσετε | να προσγειώσετε | προσγειώστε | ||
| γ' πληθ. | προσγείωσαν προσγειώσαν(ε) |
θα προσγειώσουν(ε) | να προσγειώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσγειώσει | είχα προσγειώσει | θα έχω προσγειώσει | να έχω προσγειώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσγειώσει | είχες προσγειώσει | θα έχεις προσγειώσει | να έχεις προσγειώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσγειώσει | είχε προσγειώσει | θα έχει προσγειώσει | να έχει προσγειώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσγειώσει | είχαμε προσγειώσει | θα έχουμε προσγειώσει | να έχουμε προσγειώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσγειώσει | είχατε προσγειώσει | θα έχετε προσγειώσει | να έχετε προσγειώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσγειώσει | είχαν προσγειώσει | θα έχουν προσγειώσει | να έχουν προσγειώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.