πρόσγειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρόσγειος | η | πρόσγεια | το | πρόσγειο |
| γενική | του | πρόσγειου | της | πρόσγειας | του | πρόσγειου |
| αιτιατική | τον | πρόσγειο | την | πρόσγεια | το | πρόσγειο |
| κλητική | πρόσγειε | πρόσγεια | πρόσγειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρόσγειοι | οι | πρόσγειες | τα | πρόσγεια |
| γενική | των | πρόσγειων | των | πρόσγειων | των | πρόσγειων |
| αιτιατική | τους | πρόσγειους | τις | πρόσγειες | τα | πρόσγεια |
| κλητική | πρόσγειοι | πρόσγειες | πρόσγεια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρόσγειος < αρχαία ελληνική πρόσγειος < πρός + γέα / γῆ
Συγγενικά
- προσγειωμένος
- προσγειώνω
- προσγείωση
- → δείτε τις λέξεις προς και γη
Μεταφράσεις
πρόσγειος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.