προσθαλασσώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσθαλασσώνω < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική amerrir (προσ- + θάλασσα + -ώνω)

Ρήμα

προσθαλασσώνω, αόρ.: προσθαλάσσωσα, παθ.φωνή: προσθαλασσώνομαι, π.αόρ.: προσθαλασσώθηκα, μτχ.π.π.: προσθαλασσωμένος

  • καθοδηγώ πτητική μηχανή, όπως υδροπλάνο, στην επιφάνεια της θάλασσας

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη θάλασσα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.