προσυδατώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσυδατώνω < προς + ύδωρ + -ώνω (αναλογικά με το προσγειώνω)
Συγγενικά
- προσυδάτωση
- → δείτε τις λέξεις προς και ύδωρ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσυδατώνω | προσυδάτωνα | θα προσυδατώνω | να προσυδατώνω | προσυδατώνοντας | |
| β' ενικ. | προσυδατώνεις | προσυδάτωνες | θα προσυδατώνεις | να προσυδατώνεις | προσυδάτωνε | |
| γ' ενικ. | προσυδατώνει | προσυδάτωνε | θα προσυδατώνει | να προσυδατώνει | ||
| α' πληθ. | προσυδατώνουμε | προσυδατώναμε | θα προσυδατώνουμε | να προσυδατώνουμε | ||
| β' πληθ. | προσυδατώνετε | προσυδατώνατε | θα προσυδατώνετε | να προσυδατώνετε | προσυδατώνετε | |
| γ' πληθ. | προσυδατώνουν(ε) | προσυδάτωναν προσυδατώναν(ε) |
θα προσυδατώνουν(ε) | να προσυδατώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσυδάτωσα | θα προσυδατώσω | να προσυδατώσω | προσυδατώσει | ||
| β' ενικ. | προσυδάτωσες | θα προσυδατώσεις | να προσυδατώσεις | προσυδάτωσε | ||
| γ' ενικ. | προσυδάτωσε | θα προσυδατώσει | να προσυδατώσει | |||
| α' πληθ. | προσυδατώσαμε | θα προσυδατώσουμε | να προσυδατώσουμε | |||
| β' πληθ. | προσυδατώσατε | θα προσυδατώσετε | να προσυδατώσετε | προσυδατώστε | ||
| γ' πληθ. | προσυδάτωσαν προσυδατώσαν(ε) |
θα προσυδατώσουν(ε) | να προσυδατώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσυδατώσει | είχα προσυδατώσει | θα έχω προσυδατώσει | να έχω προσυδατώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσυδατώσει | είχες προσυδατώσει | θα έχεις προσυδατώσει | να έχεις προσυδατώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσυδατώσει | είχε προσυδατώσει | θα έχει προσυδατώσει | να έχει προσυδατώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσυδατώσει | είχαμε προσυδατώσει | θα έχουμε προσυδατώσει | να έχουμε προσυδατώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσυδατώσει | είχατε προσυδατώσει | θα έχετε προσυδατώσει | να έχετε προσυδατώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσυδατώσει | είχαν προσυδατώσει | θα έχουν προσυδατώσει | να έχουν προσυδατώσει |
| |
Μεταφράσεις
προσυδατώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.