προσσεληνώνω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- προσσελήνωση
- → δείτε τις λέξεις πρός και Σελήνη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσσεληνώνω | προσσελήνωνα | θα προσσεληνώνω | να προσσεληνώνω | προσσεληνώνοντας | |
| β' ενικ. | προσσεληνώνεις | προσσελήνωνες | θα προσσεληνώνεις | να προσσεληνώνεις | προσσελήνωνε | |
| γ' ενικ. | προσσεληνώνει | προσσελήνωνε | θα προσσεληνώνει | να προσσεληνώνει | ||
| α' πληθ. | προσσεληνώνουμε | προσσεληνώναμε | θα προσσεληνώνουμε | να προσσεληνώνουμε | ||
| β' πληθ. | προσσεληνώνετε | προσσεληνώνατε | θα προσσεληνώνετε | να προσσεληνώνετε | προσσεληνώνετε | |
| γ' πληθ. | προσσεληνώνουν(ε) | προσσελήνωναν προσσεληνώναν(ε) |
θα προσσεληνώνουν(ε) | να προσσεληνώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσσελήνωσα | θα προσσεληνώσω | να προσσεληνώσω | προσσεληνώσει | ||
| β' ενικ. | προσσελήνωσες | θα προσσεληνώσεις | να προσσεληνώσεις | προσσελήνωσε | ||
| γ' ενικ. | προσσελήνωσε | θα προσσεληνώσει | να προσσεληνώσει | |||
| α' πληθ. | προσσεληνώσαμε | θα προσσεληνώσουμε | να προσσεληνώσουμε | |||
| β' πληθ. | προσσεληνώσατε | θα προσσεληνώσετε | να προσσεληνώσετε | προσσεληνώστε | ||
| γ' πληθ. | προσσελήνωσαν προσσεληνώσαν(ε) |
θα προσσεληνώσουν(ε) | να προσσεληνώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσσεληνώσει | είχα προσσεληνώσει | θα έχω προσσεληνώσει | να έχω προσσεληνώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσσεληνώσει | είχες προσσεληνώσει | θα έχεις προσσεληνώσει | να έχεις προσσεληνώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσσεληνώσει | είχε προσσεληνώσει | θα έχει προσσεληνώσει | να έχει προσσεληνώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσσεληνώσει | είχαμε προσσεληνώσει | θα έχουμε προσσεληνώσει | να έχουμε προσσεληνώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσσεληνώσει | είχατε προσσεληνώσει | θα έχετε προσσεληνώσει | να έχετε προσσεληνώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσσεληνώσει | είχαν προσσεληνώσει | θα έχουν προσσεληνώσει | να έχουν προσσεληνώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.