απογειώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απογειώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀπόγειος + -ώνω
Ρήμα
απογειώνω (παθητική φωνή: απογειώνομαι)
- (αεροπορικός όρος) σηκώνω από το έδαφος κάτι και το εξαναγκάζω να πετάξει
- (μεταφορικά) προκαλώ μεγάλη αύξηση μιας ποσότητας
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απογειώνω | απογείωνα | θα απογειώνω | να απογειώνω | απογειώνοντας | |
| β' ενικ. | απογειώνεις | απογείωνες | θα απογειώνεις | να απογειώνεις | απογείωνε | |
| γ' ενικ. | απογειώνει | απογείωνε | θα απογειώνει | να απογειώνει | ||
| α' πληθ. | απογειώνουμε | απογειώναμε | θα απογειώνουμε | να απογειώνουμε | ||
| β' πληθ. | απογειώνετε | απογειώνατε | θα απογειώνετε | να απογειώνετε | απογειώνετε | |
| γ' πληθ. | απογειώνουν(ε) | απογείωναν απογειώναν(ε) |
θα απογειώνουν(ε) | να απογειώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απογείωσα | θα απογειώσω | να απογειώσω | απογειώσει | ||
| β' ενικ. | απογείωσες | θα απογειώσεις | να απογειώσεις | απογείωσε | ||
| γ' ενικ. | απογείωσε | θα απογειώσει | να απογειώσει | |||
| α' πληθ. | απογειώσαμε | θα απογειώσουμε | να απογειώσουμε | |||
| β' πληθ. | απογειώσατε | θα απογειώσετε | να απογειώσετε | απογειώστε | ||
| γ' πληθ. | απογείωσαν απογειώσαν(ε) |
θα απογειώσουν(ε) | να απογειώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απογειώσει | είχα απογειώσει | θα έχω απογειώσει | να έχω απογειώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απογειώσει | είχες απογειώσει | θα έχεις απογειώσει | να έχεις απογειώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απογειώσει | είχε απογειώσει | θα έχει απογειώσει | να έχει απογειώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απογειώσει | είχαμε απογειώσει | θα έχουμε απογειώσει | να έχουμε απογειώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απογειώσει | είχατε απογειώσει | θα έχετε απογειώσει | να έχετε απογειώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απογειώσει | είχαν απογειώσει | θα έχουν απογειώσει | να έχουν απογειώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.