συγχορδία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συγχορδία | οι | συγχορδίες |
| γενική | της | συγχορδίας | των | συγχορδιών |
| αιτιατική | τη | συγχορδία | τις | συγχορδίες |
| κλητική | συγχορδία | συγχορδίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγχορδία < → λείπει η ετυμολογία

Συγχορδία αποτελούμενη από τρεις νότες.
Συνώνυμα
- ακομπανιαμέντο
- ακόρδο / ακόρντο
Πολυλεκτικοί όροι
- ελλάσων συγχορδία
- ελλατωμένη συγχορδία
- μείζων συγχορδία
- σπασμένη συγχορδία
- αυξημένη συγχορδία
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.