συγχορδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγχορδία οι συγχορδίες
      γενική της συγχορδίας των συγχορδιών
    αιτιατική τη συγχορδία τις συγχορδίες
     κλητική συγχορδία συγχορδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγχορδία < λείπει η ετυμολογία
Συγχορδία αποτελούμενη από τρεις νότες.

Ουσιαστικό

συγχορδία θηλυκό

  1. (μουσική) το ταυτόχρονο παίξιμο τριών ή περισσότερων μουσικών φθόγγων

Συνώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

  • ελλάσων συγχορδία
  • ελλατωμένη συγχορδία
  • μείζων συγχορδία
  • σπασμένη συγχορδία
  • αυξημένη συγχορδία

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

συγχορδία θηλυκό

  1. η αρμονία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.