δεσπόζουσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δεσπόζουσα | οι | δεσπόζουσες |
| γενική | της | δεσπόζουσας | των | δεσποζουσών |
| αιτιατική | τη | δεσπόζουσα | τις | δεσπόζουσες |
| κλητική | δεσπόζουσα | δεσπόζουσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δεσπόζουσα < θηλυκό του δεσπόζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δεσπόζω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dominante)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.