προπληρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προπληρώνω < προ- + πληρώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prépayer)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.pliˈɾo.no/
Ρήμα
προπληρώνω (παθητική φωνή: προπληρώνομαι)
Συγγενικά
- προπληρωμένος
- προπληρωμή
- προπληρωτέος
- προπληρωτής
- → δείτε τις λέξεις προ, πληρώνω και πλήρης
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προπληρώνω | προπλήρωνα | θα προπληρώνω | να προπληρώνω | προπληρώνοντας | |
| β' ενικ. | προπληρώνεις | προπλήρωνες | θα προπληρώνεις | να προπληρώνεις | προπλήρωνε | |
| γ' ενικ. | προπληρώνει | προπλήρωνε | θα προπληρώνει | να προπληρώνει | ||
| α' πληθ. | προπληρώνουμε | προπληρώναμε | θα προπληρώνουμε | να προπληρώνουμε | ||
| β' πληθ. | προπληρώνετε | προπληρώνατε | θα προπληρώνετε | να προπληρώνετε | προπληρώνετε | |
| γ' πληθ. | προπληρώνουν(ε) | προπλήρωναν προπληρώναν(ε) |
θα προπληρώνουν(ε) | να προπληρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προπλήρωσα | θα προπληρώσω | να προπληρώσω | προπληρώσει | ||
| β' ενικ. | προπλήρωσες | θα προπληρώσεις | να προπληρώσεις | προπλήρωσε | ||
| γ' ενικ. | προπλήρωσε | θα προπληρώσει | να προπληρώσει | |||
| α' πληθ. | προπληρώσαμε | θα προπληρώσουμε | να προπληρώσουμε | |||
| β' πληθ. | προπληρώσατε | θα προπληρώσετε | να προπληρώσετε | προπληρώστε | ||
| γ' πληθ. | προπλήρωσαν προπληρώσαν(ε) |
θα προπληρώσουν(ε) | να προπληρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προπληρώσει | είχα προπληρώσει | θα έχω προπληρώσει | να έχω προπληρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προπληρώσει | είχες προπληρώσει | θα έχεις προπληρώσει | να έχεις προπληρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προπληρώσει | είχε προπληρώσει | θα έχει προπληρώσει | να έχει προπληρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προπληρώσει | είχαμε προπληρώσει | θα έχουμε προπληρώσει | να έχουμε προπληρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προπληρώσει | είχατε προπληρώσει | θα έχετε προπληρώσει | να έχετε προπληρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προπληρώσει | είχαν προπληρώσει | θα έχουν προπληρώσει | να έχουν προπληρώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.