προπληρωμή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προπληρωμή | οι | προπληρωμές |
| γενική | της | προπληρωμής | των | προπληρωμών |
| αιτιατική | την | προπληρωμή | τις | προπληρωμές |
| κλητική | προπληρωμή | προπληρωμές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προπληρωμή < προπληρώνω + -μή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prépaiement)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
προπληρωμή
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.