προπληρωτέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προπληρωτέος | η | προπληρωτέα | το | προπληρωτέο |
| γενική | του | προπληρωτέου | της | προπληρωτέας | του | προπληρωτέου |
| αιτιατική | τον | προπληρωτέο | την | προπληρωτέα | το | προπληρωτέο |
| κλητική | προπληρωτέε | προπληρωτέα | προπληρωτέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προπληρωτέοι | οι | προπληρωτέες | τα | προπληρωτέα |
| γενική | των | προπληρωτέων | των | προπληρωτέων | των | προπληρωτέων |
| αιτιατική | τους | προπληρωτέους | τις | προπληρωτέες | τα | προπληρωτέα |
| κλητική | προπληρωτέοι | προπληρωτέες | προπληρωτέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προπληρωτέος < προπληρώνω + -τέος
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προπληρώνω, πληρώνω και πλήρης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.