προπερισπώμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προπερισπώμενος | η | προπερισπώμενη | το | προπερισπώμενο |
| γενική | του | προπερισπώμενου | της | προπερισπώμενης | του | προπερισπώμενου |
| αιτιατική | τον | προπερισπώμενο | την | προπερισπώμενη | το | προπερισπώμενο |
| κλητική | προπερισπώμενε | προπερισπώμενη | προπερισπώμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προπερισπώμενοι | οι | προπερισπώμενες | τα | προπερισπώμενα |
| γενική | των | προπερισπώμενων | των | προπερισπώμενων | των | προπερισπώμενων |
| αιτιατική | τους | προπερισπώμενους | τις | προπερισπώμενες | τα | προπερισπώμενα |
| κλητική | προπερισπώμενοι | προπερισπώμενες | προπερισπώμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προπερισπώμενος < αρχαία ελληνική προπερισπώμενος < προ- (πρό) + περισπώμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος περισπάω / περισπῶ < περι- (περί) + σπάω / σπῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speh₁- (επιτυγχάνω, ευδοκιμώ)
Μετοχή
προπερισπώμενος
- (γραμματική) που περισπάται στην παραλήγουσα, δεν είναι παροξύτονος διότι το τελικό φωνήεν είναι βραχύ λ.χ. σῶμα (σῶμᾰ)
Μεταφράσεις
προπερισπώμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.