περισπώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περισπώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περισπῶ (εκτρέπω), συνηρημένος τύπος του περισπάω < περι- + σπάω

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈspo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περισπώ

Ρήμα

περισπώ, -άς..., πρτ.: περισπούσα, αόρ.: περιέσπασα, παθ.φωνή: περισπώμαι, π.αόρ.: περισπάστηκα, μτχ.π.π.: περισπασμένος

περισπώ, -άς..., μόνο στο ενεστωτικό θέμα, κυρίως παθητικό περισπώμαι

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις περί και σπάω / σπάζω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.