προκομμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προκομμένος | η | προκομμένη | το | προκομμένο |
| γενική | του | προκομμένου | της | προκομμένης | του | προκομμένου |
| αιτιατική | τον | προκομμένο | την | προκομμένη | το | προκομμένο |
| κλητική | προκομμένε | προκομμένη | προκομμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προκομμένοι | οι | προκομμένες | τα | προκομμένα |
| γενική | των | προκομμένων | των | προκομμένων | των | προκομμένων |
| αιτιατική | τους | προκομμένους | τις | προκομμένες | τα | προκομμένα |
| κλητική | προκομμένοι | προκομμένες | προκομμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προκομμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προκόβω
Μετοχή
προκομμένος
- εργατικός και νοικοκύρης
- (οικείο) (ειρωνικό), (συνήθως με κτητική αντωνυμία) ανεπρόκοπος
- ακόμα να ξυπνήσει η προκομμένη σου;
Μεταφράσεις
προκομμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.