προκομμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκομμένος η προκομμένη το προκομμένο
      γενική του προκομμένου της προκομμένης του προκομμένου
    αιτιατική τον προκομμένο την προκομμένη το προκομμένο
     κλητική προκομμένε προκομμένη προκομμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκομμένοι οι προκομμένες τα προκομμένα
      γενική των προκομμένων των προκομμένων των προκομμένων
    αιτιατική τους προκομμένους τις προκομμένες τα προκομμένα
     κλητική προκομμένοι προκομμένες προκομμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προκομμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προκόβω

Μετοχή

προκομμένος

  1. εργατικός και νοικοκύρης
     αντώνυμα: ανεπρόκοπος
  2. (οικείο) (ειρωνικό), (συνήθως με κτητική αντωνυμία) ανεπρόκοπος
    ακόμα να ξυπνήσει η προκομμένη σου;

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.