προβοκάτορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προβοκάτορας οι προβοκάτορες
      γενική του προβοκάτορα των προβοκατόρων
    αιτιατική τον προβοκάτορα τους προβοκάτορες
     κλητική προβοκάτορα προβοκάτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προβοκάτορας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προβοκάτωρ (μονομάχος που προκαλεί), από την αιτιατική σε -ορα < λατινική provocator
(Για τη σύγχρονη σημασία, και σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική provocatore η από τη γαλλική provocateur[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.voˈka.to.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προβοκάτορας

Ουσιαστικό

προβοκάτορας αρσενικό (θηλυκό προβοκατόρισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.