προβοκάτορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προβοκάτορας | οι | προβοκάτορες |
| γενική | του | προβοκάτορα | των | προβοκατόρων |
| αιτιατική | τον | προβοκάτορα | τους | προβοκάτορες |
| κλητική | προβοκάτορα | προβοκάτορες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προβοκάτορας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προβοκάτωρ (μονομάχος που προκαλεί), από την αιτιατική σε -ορα < λατινική provocator
- (Για τη σύγχρονη σημασία, και σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική provocatore η από τη γαλλική provocateur[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.voˈka.to.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐βο‐κά‐το‐ρας
Ουσιαστικό
προβοκάτορας αρσενικό (θηλυκό προβοκατόρισσα)
- το άτομο που κάνει προβοκάτσια, που προκαλεί ή υποκινεί επικίνδυνες ή επιθετικές αντιδράσεις από άλλους, συχνά με σκοπό την προώθηση της αντιπαλότητας ή τη δημιουργία εντάσεων, διεισδύοντας με λαθραίο τρόπο σε πολιτική ή άλλη ομάδα
Μεταφράσεις
προβοκάτορας
|
Αναφορές
- προβοκάτορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.