προβοκατορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προβοκατορικός | η | προβοκατορική | το | προβοκατορικό |
| γενική | του | προβοκατορικού | της | προβοκατορικής | του | προβοκατορικού |
| αιτιατική | τον | προβοκατορικό | την | προβοκατορική | το | προβοκατορικό |
| κλητική | προβοκατορικέ | προβοκατορική | προβοκατορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προβοκατορικοί | οι | προβοκατορικές | τα | προβοκατορικά |
| γενική | των | προβοκατορικών | των | προβοκατορικών | των | προβοκατορικών |
| αιτιατική | τους | προβοκατορικούς | τις | προβοκατορικές | τα | προβοκατορικά |
| κλητική | προβοκατορικοί | προβοκατορικές | προβοκατορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προβοκατορικός < προβοκάτορας + -ικός
Μεταφράσεις
προβοκατορικός
|
Πηγές
- προβοκατόρικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προβοκατορικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.