προβοκατόρισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προβοκατόρισσα | οι | προβοκατόρισσες |
| γενική | της | προβοκατόρισσας | των | προβοκατορισσών |
| αιτιατική | την | προβοκατόρισσα | τις | προβοκατόρισσες |
| κλητική | προβοκατόρισσα | προβοκατόρισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προβοκατόρισσα < προβοκάτορας + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Μεταφράσεις
προβοκατόρισσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.