αντιπαλότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπαλότητα οι αντιπαλότητες
      γενική της αντιπαλότητας των αντιπαλοτήτων
    αιτιατική την αντιπαλότητα τις αντιπαλότητες
     κλητική αντιπαλότητα αντιπαλότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιπαλότητα < αντίπαλος + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rivalité)

Προφορά

ΔΦΑ : /an.di.paˈlo.ti.ta/

Ουσιαστικό

αντιπαλότητα θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.