αντιδράσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αντιδράσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιδρώ
  2. θα αντιδράσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιδρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αντιδράσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντίδραση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.