πριονιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πριονιστός | η | πριονιστή | το | πριονιστό |
| γενική | του | πριονιστού | της | πριονιστής | του | πριονιστού |
| αιτιατική | τον | πριονιστό | την | πριονιστή | το | πριονιστό |
| κλητική | πριονιστέ | πριονιστή | πριονιστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πριονιστοί | οι | πριονιστές | τα | πριονιστά |
| γενική | των | πριονιστών | των | πριονιστών | των | πριονιστών |
| αιτιατική | τους | πριονιστούς | τις | πριονιστές | τα | πριονιστά |
| κλητική | πριονιστοί | πριονιστές | πριονιστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
πριονιστός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.