πριονιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πριονιστής | οι | πριονιστές |
| γενική | του | πριονιστή | των | πριονιστών |
| αιτιατική | τον | πριονιστή | τους | πριονιστές |
| κλητική | πριονιστή | πριονιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.