καθωσπρέπει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθωσπρέπει < έκφραση καθώς πρέπει < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική comme il faut (κομ ιλ φο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.θosˈpɾe.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθωσπρέπει & καθωσπρέπει

Επίθετο

καθωσπρέπει άκλιτο

Επίρρημα

καθωσπρέπει

Συνώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.