καθωσπρεπισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καθωσπρεπισμός οι καθωσπρεπισμοί
      γενική του καθωσπρεπισμού των καθωσπρεπισμών
    αιτιατική τον καθωσπρεπισμό τους καθωσπρεπισμούς
     κλητική καθωσπρεπισμέ καθωσπρεπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθωσπρεπισμός < καθωσπρέπει

Ουσιαστικό

καθωσπρεπισμός αρσενικό

  • η συμπεριφορά που είναι πολύ καθώς πρέπει, που ακολουθεί τυφλά και συχνά υποκριτικά αυτό που θεωρείται κοινωνικά αποδεκτό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.