αξίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αξίζω < μεσαιωνική ελληνική ἀξίζω < αρχαία ελληνική ἄξιος

Ρήμα

αξίζω, παρατ.: άξιζα, χωρίς συνοπτικούς χρόνους

  1. είμαι άξιος
  2. είμαι αντάξιος
  3. έχω τη συγκεκριμένη τιμή, τη συγκεκριμένη αξία, κοστίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.