πουτανιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πουτανιάρης η πουτανιάρα το πουτανιάρικο
      γενική του πουτανιάρη της πουτανιάρας του πουτανιάρικου
    αιτιατική τον πουτανιάρη την πουτανιάρα το πουτανιάρικο
     κλητική πουτανιάρη πουτανιάρα πουτανιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πουτανιάρηδες οι πουτανιάρες τα πουτανιάρικα
      γενική των πουτανιάρηδων των πουτανιάρικων
    αιτιατική τους πουτανιάρηδες τις πουτανιάρες τα πουτανιάρικα
     κλητική πουτανιάρηδες πουτανιάρες πουτανιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πουτανιάρης < πουτάν(α) + -ιάρης

Επίθετο

πουτανιάρης, -α, -ικο

  1. (προφορικό) αυτός που χαίρεται επί το πλείστον να συναναστρέφεται ή να συνευρίσκεται με πουτάνες
  2. (κατ’ επέκταση, λαϊκότροπο) αυτός που δεν συμπεριφέρεται με καλό τρόπο αλλά η συμπεριφορά του διακρίνεται από ανεντιμότητα και προστυχιά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.