φτηνοπουτάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φτηνοπουτάνα οι φτηνοπουτάνες
      γενική της φτηνοπουτάνας
    αιτιατική τη φτηνοπουτάνα τις φτηνοπουτάνες
     κλητική φτηνοπουτάνα φτηνοπουτάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτηνοπουτάνα < φτηνο- (< φτηνός) + πουτάνα

Προφορά

ΔΦΑ : /fti.no.puˈta.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτηνοπουτάνα

Ουσιαστικό

φτηνοπουτάνα θηλυκό

  • (μειωτικό) πόρνη που εργάζεται σε φτηνό οίκο ανοχής, της οποίας η πελατεία είναι τα κατώτερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα
     αντώνυμα: ακριβοπουτάνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.