πουλημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πουλημένος η πουλημένη το πουλημένο
      γενική του πουλημένου της πουλημένης του πουλημένου
    αιτιατική τον πουλημένο την πουλημένη το πουλημένο
     κλητική πουλημένε πουλημένη πουλημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πουλημένοι οι πουλημένες τα πουλημένα
      γενική των πουλημένων των πουλημένων των πουλημένων
    αιτιατική τους πουλημένους τις πουλημένες τα πουλημένα
     κλητική πουλημένοι πουλημένες πουλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πουλημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου πουλώ

Μετοχή

πουλημένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει πωληθεί
    άλλες μορφές: πωλημένος
  2. (μεταφορικά) που έχει εξαγοραστεί ή που έχει για άλλους λόγους προδώσει έναν κοινό σκοπό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.