πουλημένο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πουλημένο

  1. αιτιατική ενικού του πουλημένος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πουλημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.