στούντιο
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
Στούντιο ήχου.
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
στούντιο ουδέτερο άκλιτο
- χώρος με κατάλληλη διαρρύθμιση, διαμόρφωση και εξοπλισμό, όπου γίνεται κινηματογράφηση, φωτογράφηση ή ηχογράφηση
- ατελιέ
- μικρό διαμέρισμα με ένα δωμάτιο, κουζίνα και τουαλέτα
- (ευφημισμός) το πορνείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.