στούντιο

Νέα ελληνικά (el)

Στούντιο ήχου.

Ετυμολογία

στούντιο < (άμεσο δάνειο) αγγλική studio < ιταλική studio < λατινική studium < studeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)teud-

Ουσιαστικό

στούντιο ουδέτερο άκλιτο

  1. χώρος με κατάλληλη διαρρύθμιση, διαμόρφωση και εξοπλισμό, όπου γίνεται κινηματογράφηση, φωτογράφηση ή ηχογράφηση
  2. ατελιέ
  3. μικρό διαμέρισμα με ένα δωμάτιο, κουζίνα και τουαλέτα
     συνώνυμα: γκαρσονιέρα
  4. (ευφημισμός) το πορνείο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.