μπορντέλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπορντέλο | τα | μπορντέλα |
| γενική | του | μπορντέλου | των | μπορντέλων |
| αιτιατική | το | μπορντέλο | τα | μπορντέλα |
| κλητική | μπορντέλο | μπορντέλα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /boɾˈde.lo/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.