μπορντέλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπορντέλο τα μπορντέλα
      γενική του μπορντέλου των μπορντέλων
    αιτιατική το μπορντέλο τα μπορντέλα
     κλητική μπορντέλο μπορντέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπορντέλο < ιταλική bordello

Προφορά

ΔΦΑ : /boɾˈde.lo/

Ουσιαστικό

μπορντέλο ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.