ποντοπόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ποντοπόρος | η | ποντοπόρα & ποντοπόρος |
το | ποντοπόρο |
| γενική | του | ποντοπόρου | της | ποντοπόρας & ποντοπόρου |
του | ποντοπόρου |
| αιτιατική | τον | ποντοπόρο | την | ποντοπόρα & ποντοπόρο |
το | ποντοπόρο |
| κλητική | ποντοπόρε | ποντοπόρα & ποντοπόρε |
ποντοπόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ποντοπόροι | οι | ποντοπόρες & ποντοπόροι |
τα | ποντοπόρα |
| γενική | των | ποντοπόρων | των | ποντοπόρων | των | ποντοπόρων |
| αιτιατική | τους | ποντοπόρους | τις | ποντοπόρες & ποντοπόρους |
τα | ποντοπόρα |
| κλητική | ποντοπόροι | ποντοπόρες & ποντοπόροι |
ποντοπόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ποντοπόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποντοπόρος [1] < πόντ(ος) + -ο- + -πόρος (< πόρος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pon.doˈpo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐ντο‐πό‐ρος
Επίθετο
- που διασχίζει τις θάλασσες και κάνει μακρινά ταξίδια σε όλον τον κόσμο
- → δείτε και τη λέξη θαλασσοπόρος
Αναφορές
- ποντοπόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ποντοπόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ποντοπόρος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ποντοπόρος | τὸ | ποντοπόρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ποντοπόρου ※ επικός: ποντοπόροιο |
τοῦ | ποντοπόρου επικός: ποντοπόροιο | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ποντοπόρῳ | τῷ | ποντοπόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ποντοπόρον | τὸ | ποντοπόρον | ||
| κλητική ὦ! | ποντοπόρε | ποντοπόρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ποντοπόροι | τὰ | ποντοπόρᾰ | ||
| γενική | τῶν | ποντοπόρων | τῶν | ποντοπόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ποντοπόροις επικός: ποντοπόροισῐ(ν) |
τοῖς | ποντοπόροις επικός: ποντοπόροισῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ποντοπόρους | τὰ | ποντοπόρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ποντοπόροι | ποντοπόρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποντοπόρω | τὼ | ποντοπόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ποντοπόροιν | τοῖν | ποντοπόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- ποντοπόρεια (μεταγενέστρο θηλυκό)
- επικοί κλιτικοί τύποι:
- ποντοπόροιο με παράθεμα ※
- ποντοπόροισι(ν)
Πηγές
- ποντοπόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποντοπόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.