ποντοπορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποντοπορία οι ποντοπορίες
      γενική της ποντοπορίας των ποντοποριών
    αιτιατική την ποντοπορία τις ποντοπορίες
     κλητική ποντοπορία ποντοπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποντοπορία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ποντοπορία θηλυκό

1. Πορεία στην ανοιχτή θάλασσα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.