ποντοπορώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ποντοπορώ < αρχαία ελληνική ποντοπορέω[1] / ποντοπορῶ[2] < ποντοπόρος < πόντος + πόρος

Ρήμα

ποντοπορώ

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. ποντοπορέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. ποντοπορώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.