ποντοπόροιο

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ποντοπόροιο

  1. (επικός τύπος) γενική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του ποντοπόρος
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 439
    ἐκ δὲ Χρυσηῒς νηὸς βῆ ποντοπόροιο
    Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 295
    ἐς Λιβύην μʼ ἐπὶ νηὸς ἐέσσατο ποντοπόροιο
    Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 284 (284-285)
    ἂν δὲ καὶ αὐτὸς νηὸς ἐβήσετο ποντοπόροιο. / ἐν πρύμνῃ δʼ ἄρʼ ἔπειτα καθέζετο, πὰρ δὲ
  2. (επικός τύπος) γενική ενικού, ουδέτερου γένους (ποντοπόρον) του ποντοπόρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.