πολφός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πολφός | οι | πολφοί |
| γενική | του | πολφού | των | πολφών |
| αιτιατική | τον | πολφό | τους | πολφούς |
| κλητική | πολφέ | πολφοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολφός < αρχαία ελληνική πολφός μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pulpe)
Ουσιαστικό
πολφός αρσενικό
- (ανατομία) πολτώδης μαλακή ουσία στην κεντρική κοιλότητα του δοντιού, που περιέχει συνδετικούς ιστούς, αιμοφόρα αγγεία, νεύρα και μια μικρή δεξαμενή βλαστικών κυττάρων
- Τα κύτταρα αυτά αλλάζουν ταυτότητα και μετατρέπονται τόσο σε κύτταρα του συνδετικού ιστού στον πολφό του δοντιού όσο και σε οδοντοβλάστες –οι οδοντοβλάστες είναι τα κύτταρα που παράγουν τη σκληρή οδοντίνη κάτω από την αδαμαντίνη. (*)
- πολτώδης μαλακή ουσία που εκχύνεται από τη σπλήνα
Συγγενικά
- πολφεκτομή
- πολφικός
- πολφίτιδα
- πολφώδης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.