πολφεκτομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολφεκτομή | οι | πολφεκτομές |
| γενική | της | πολφεκτομής | των | πολφεκτομών |
| αιτιατική | την | πολφεκτομή | τις | πολφεκτομές |
| κλητική | πολφεκτομή | πολφεκτομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολφεκτομή < πολφός + εκτομή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pulpectomy)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.